Όταν το κράτος και τα αφεντικά μιλούν για ανθρώπινες ζωές, αίμα μυρίζει.
Για τους μετανάστες και τις μετανάστριες, για όσους και όσες περισσεύουν.
Εδώ και δεκαετίες το ελληνικό κράτος επιλέγει να εξαπολύσει μια ευθεία επίθεση στους μετανάστες, κατασκευάζοντας στο πρόσωπό τους έναν εχθρό. λέξεις όπως λαθρομετανάστες, εισβολείς, υγειονομικές βόμβες, εγκληματικότητα, δίνουν και παίρνουν τόσο στον καθεστωτικό λόγο όσο και στα φερέφωνα του, τα μίντια. Η αντιμεταναστευτική πολιτική ξεδιπλώνεται με το χειρότερό της πρόσωπο, με καθημερινές «σκούπες», επιχειρήσεις του διαβόητου ξένιου δία, φυλακίσεις μεταναστριών, βασανισμούς σε αστυνομικά τμήματα. Με σφαίρες από τα αφεντικά σε απλήρωτους εργάτες που διεκδικούσαν τα δεδουλευμένα τους, δολοφονίες στα σύνορα ή από τα μαχαίρια φασιστών και κάλυψη ή άμεση συνεργασία σε ρατσιστικά και φασιστικά πογκρόμ. Ένα ρατσιστικό, κατασταλτικό και επιθετικό μοντέλο διαχείρισης που τους τελευταίους μήνες παρουσιάζεται ότι παραμερίζεται για να βγει στο προσκήνιο ένα φαινομενικά πιο ανθρωπιστικό.
Από την Ευρώπη-φρούριο, στην Ευρώπη της “φιλοξενίας….
Γεγονός που δεν παρατηρείται μόνο στο ελληνικό κράτος, αλλά αντικατοπτρίζεται και σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Τα ίδια κράτη, λοιπόν, τα ίδια ευρωπαικά επιτελεία, που εδώ και χρόνια διεξάγουν μια ανοιχτή πολεμική διαχειρίση απέναντι στους μετανάστες και τις μετανάστριες, διατυμπανίζουν σε όλους τους τόνους τις ευρωπαικές ρίζες του διαφωτισμού, των ίσων δικαιωμάτων και της ανοχής στο διαφορετικό, την ευρώπη της «ανθρωπιάς και αλληλεγγύης». Και δύο διαφορετικές στρατηγικές εμφανίζονται να είναι αντίρροπες. Από τη μία η Ευρώπη-φρούριο, μια ωμή επίθεση που εκκινεί από τις εμπόλεμες ή μη χώρες προέλευσης των μεταναστών και φτάνει μέχρι τη στρατιωτικοποίηση στα σύνορα, άλλα και το εσωτερικό των δυτικών μητροπόλεων. Από την άλλη η Ευρώπη της «φιλοξενίας», που «ανοίγει» τα σύνορά της και «δίνει μεγαλύτερη έμφαση» στη δημιουργία γιγαντιαίων κέντρων για την καταγραφή, την ταυτοποίηση και τον έλεγχο των μεταναστριών. Η φαινομενική αυτή απόκλιση πραγματοποιείται πάνω στο πεδίο της προσωρινής άρσης της συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ, των διακρατικών συμφωνιών για άνοιγμα ή κλείσιμο περασμάτων και της ποσόστωσης αρκετών ευρωπαικών κρατών στην υποδοχή χιλιάδων μεταναστών. Ουσιαστικά, πάνω στο πεδίο της τακτικής επιλογής για επιτάχυνση ή επιβράδυνση της μετανάστευσης. Έτσι βλέπουμε το «άνοιγμα της στρόφιγγας» για ένα κομμάτι των 3 εκατομμυρίων μεταναστών(κυρίως Σύρων) που ήταν εγκλωβισμένοι εδώ και καιρό στην Τουρκία, αλλά και την πιο εντατική επιτήρηση και φύλαξη των συνόρων προς το μέτωπο της Β.Αφρικής. Για την τακτική επιλογή του πρόσκαιρου «ανοίγματος» των συνόρων Τουρκίας-Ευρώπης θα μπορούσαν να γίνουν διάφορες εκτιμήσεις. Μέχρις ενός σημείου, σημαντικό ρόλο έχει παίξει η ανάγκη για επιπλεόν φθηνό, ανειδίκευτο ή ειδικευμένο εργατικό δυναμικό (δηλώσεις του προέδρου του γερμανικού συνδέσμου εργοδοτών). Ακόμη κι η σχετική αδυναμία διαχείρισης του μεγέθους του μεταναστευτικού ρεύματος, σε συνδυασμό με την οξύτητα και την πολυπλοκότητα του πολέμου στη Συρία και τη Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερη σημασία, όμως, έχει το γεγονός, ότι η κερδοφορία του κεφαλαίου και η κρατική ισχύς, ο ταξικός και ιδεολογικός πόλεμος που διεξάγεται με μένος είναι οι παράγοντες, που πάντα θα προσπαθούν να καθορίσουν το πώς ανοιγοκλείνει η στρόφιγγα των μεταναστευτικών ροών. πόσοι μετανάστες θα γίνονται δεχτοί, πόσοι θα σκοτώνονται στα σύνορα, το αν θα εφαρμοστεί ή θα παγώσει μια διακρατική συμφωνία, το πόσο θα στρατιωτικοποιούνται τα σύνορα. Στο βαθμό, που μπορούν όντως να αντιμετωπίσουν την ανάγκη και την αποφασιστικότητα των ίδιων των μεταναστριών να περάσουν με κάθε τρόπο σε ευρωπαϊκό έδαφος. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο η «νέα» διαχείριση θα συνδιαλλέγεται με την παλιά, θα της παρέχει τις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις, θα μετράει τα πιθανά της όρια και θα την εμπλουτίζει με νέα στοιχεία, ώστε να διευρύνει τις δυνατότητες της αντιμεταναστευτικής πολιτικής. Εξακολουθώντας να αντιλαμβάνεται το μεταναστευτικό ως μείζον πρόβλημα, που απαιτεί ειδική μεταχείριση και έκτακτες λύσεις.
….και στο “ανθρωπιστικό” ελληνικό κράτος
Στο ελληνικό κράτος, από την άλλη, η ανθρωπιστική ρητορική κατακλύει το δημόσιο λόγο τους τελευταίους μήνες. Από την «ανθρωπιστική κρίση» που χρησιμοποιείται κατά κόρον για να αποκρύψει την ουσία του ταξικού και κοινωνικού πολέμου που διεξάγεται, μέχρι τη διαχείριση του μεταναστευτικού, όπου προσπαθεί να δημιουργήσει τους όρους για να ξεδιπλωθούν οι πολιτικές με ένα ανθρωπιστικό προσωπείο. Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικό εργαλείο του κράτους αποτελεί η έμφαση που δίνεται στη χρήση του όρου «πρόσφυγας». Δηλαδή, σε ένα νομικό χαρακτηρισμό, που από μόνος του περιέχει αρκετή αοριστία ως προς το κριτήριο της πολεμικής ή εμφύλιας σύρραξης, του πολιτικού, φυλετικού, κοινωνικού ή θρησκευτικού λόγου, που απαιτείται για να αξιωθεί η προστασία από τα κράτη υποδοχής, δίνοντας έτσι και το ανάλογο περιθώριο κινήσεων. Έναν χαρακτηρισμό αποκομμένο από την ιστορική του φόρτιση, που χρησιμοποιείται από τον κυρίαρχο λόγο για να στηρίξει μια ολόκληρη πολιτική, για να δημιουργήσει και να αναπαραγάγει τους διαχωρισμούς. Για να επαναπροσδιορίσει το νόμιμο και το παράνομο, διαχωρίζοντας τους πρόσφυγες από τους οικονομικούς μετανάστες και καθορίζοντας πόσοι «δικαιούνται» να πάρουν χαρτιά και κυρίως πόσοι πρόκειται να αποκλειστούν. Οι λέξεις, άλλωστε, δεν είναι απλώς ένα άθροισμα γραμμάτων, αλλά αντανακλούν και την όποια στρατηγική επιλέγεται. Όπως εδώ και τόσα χρόνια το δίπολο που πρωταγωνιστούσε στον κυρίαρχο λόγο για να ορίσει το νόμιμο και το παράνομο ήταν οι όροι μετανάστης και λαθρομετανάστης, αντανακλώντας την αντίστοιχη πολεμική, έτσι και τώρα έχει επιβληθεί η στρατηγική χρήση του όρου πρόσφυγας και (οικονομικός) μετανάστης. Με βάση αυτό το διαχωρισμό θα συνεχίσει να ορίζεται και το πώς θα διαμορφωθούν οι όροι ζωής των μεταναστών,, το πόσο κυνηγημένοι θα ζήσουν, κάτω από πόσο άθλιες συνθήκες εκμετάλλευσης θα εργάζονται, πόσο ευάλωτοι θα είναι. Και κατ’επέκταση αποφασίζει η κυριαρχία ποια ζωή αξίζει περισσότερο. Πάνω σε αυτό το πεδίο διαμορφώνεται μια ολόκληρη προπαγάνδα που δημιουργεί μια αποσπασματική αφήγηση γύρω από το μεταναστευτικό. Σαν οι πνιγμοί στο Αιγαίο να είναι κάτι πρωτοφανές, τα ναυάγια μία καινούρια εικόνα στη Μεσόγειο, λες και η μετανάστευση ξεκίνησε χθες. Και ξαφνικά θυμήθηκαν όλοι τις «άμοιρες» μετανάστριες, τα ΜΜΕ γέμισαν από ρεπορτάζ, υποκριτικές δηλώσεις και κροκοδείλια δάκρυα για τα αδικοχαμένα παιδάκια. Τα πνιγμένα σώματα των μεταναστών προβάλλονται συνεχώς στις οθόνες ως θέαμα, ως δράμα. Παρουσιάζονται ως θύματα, ανήμπορα να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. Και ο θάνατος απενοχοποιείται στις συνειδήσεις, καθώς εμφανίζεται σαν να ήταν ανέκαθεν συνυφασμένος με τη ζωή τους. Λες και δεν είναι τα διακρατικά συμφέροντα και οι ανάγκες του κεφαλαίου που αποφασίζουν για τη ζωή των εκμεταλλευόμενων και υποτιμημένων κομματιών. Λες και δεν υπάρχουν φράχτες, σύνορα, και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και όλοι αυτοί που εδώ και χρόνια έχουν τα χέρια τους βαμμένα με αίμα- οι μπάτσοι, το λιμενικό και η Frontex- παρουσιαζονται τώρα να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις «διάσωσης», λαμβάνοντας και τα εύσημα για το δύσκολο έργο τους.
Ενώ, μέχρι τώρα ο κύριος μηχανισμός της αντιμεταναστευτικής πολιτικής ήταν η αστυνομία, βλέπουμε, πλέον, μια ιδιότυπη σύμπραξη, μέσω της οποίας ενισχύεται και το ανθρωπιστικό προσωπείο. Καναλάρχες, η εκκλησία, φιλανθρωπικές οργανώσεις που ξεπλένουν το μαύρο χρήμα του κεφαλαίου, ΜΚΟ που καρπώνονται κρατικά και κοινοτικά κονδύλια, εφοπλιστές που μεταφέρουν μετανάστριες με το αζημίωτο, η τοπική αυτοδιοίκηση. Μια αξιοποίηση πολλαπλών μηχανισμών και θεσμών της κρατικής-καπιταλιστικής μηχανής και διεύρυνσης των δυνατοτήτων της. Μιας μηχανής που απλώνει τα πλοκάμια της και επιχειρεί να εμπλέξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας στα γρανάζια της. Βλέπουμε, δηλαδή, μια ξεκάθαρη απόπειρα απονοηματοδότησης της αλληλεγγύης, ταύτισής της με την (ανύπαρκτη) κρατική πρόνοια, τη φιλανθρωπία και τον εθελοντισμό. Τη διεκδίκηση του μονοπωλίου της έκφρασής της από το κράτος και την προσπάθεια να ενσωματωθεί και να αφομοιωθεί η αδιαμεσολάβητη αλληλεγγύη που προέρχεται από τα κάτω.
Τι κρύβεται όμως από πίσω;
Υπάρχουν, όμως, και κάποιες στιγμές που οι μάσκες πέφτουν, οι ευαίσθητοι αριστεροί σωτήρες και ανθρωπιστές δείχνουν τις πραγματικές τους προθέσεις, ο κυνισμός της εξουσίας δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνεύσεις. Από τους πρώτους μήνες της νέας διακυβέρνησης η γεωπολιτική θέση της ελλάδας, κυρίως ως το νοτιοανατολικό σύνορο της ευρώπης και σημαντικός κόμβος στη διαδρομή των μεταναστριών, χρησιμοποιείται ως διαπραγματευτικό χαρτί για την ελάφρυνση του δημοσιονομικού χρέους και των μνημονιακών μέτρων που θα ληφθούν. Από τις γελοίες μεν- αλλά επικίνδυνες δε- δηλώσεις κοτζιά και καμμένου ότι «θα ανοίξουν τα σύνορα και θα εισέλθουν χιλιάδες τζιχαντιστές στην ευρώπη» μέχρι τη συνεχή διεκδίκηση ευρωπαϊκών κονδυλίων. Σε κάθε ευρωπαϊκή σύνοδο το ελληνικό κράτος μιλά για «το μεγάλο προσφυγικό δράμα» , «τον αποτρόπαιο φράχτη στον Έβρο» και τους «θανάτους στα θαλάσσια σύνορα», διεκδικώντας ουσιαστικά την αποσυμφόρηση του ελληνικού περάσματος στην Ευρώπη, ώστε το μεγαλύτερο μέρος του ελέγχου και του «ξεσκαρταρίσματος των μεταναστών από τους πρόσφυγες» να γίνεται στην Τουρκία. Στα πλαίσια της ανθρωπιστικής διαχείρισης, όντως κάθε ανθρώπινη ζωή έχει την αξία της και οι ζωές των μεταναστριών μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν για παζάρια, για την υλοποίηση στρατηγικών επιλογών, μικρότερα ή μεγαλύτερα οφέλη. Παράλληλα, συνεχώς διατυπώνεται ότι το μεταναστευτικό είναι «πρόβλημα ευρωπαϊκό». Μια δήλωση, που αποτελεί ρητή δέσμευση ότι η αντιμετώπιση του «προβληματος» θα συνεχιστεί απαρέκλιτα εντός των ευρωπαικών θεσμών, εντός του ευρωπαϊκού δικαίου. Των αδυσώπητων νόμων της αγοράς και της στρατοαστυνομικής διαχείρισης στα σύνορα.
Ωστόσο, η αντιμεταναστευτική πολιτική δεν είναι μια στατική διαδικασία, αλλά εξελίσσετται σε ένα περιβάλλον μεγάλης ρευστότητας και αντιτιθέμενων συμφερόντων εντός και εκτός της Ε.Ε. Πριν τις τυφλές επιθέσεις του Ιsis στη Γαλλία, ήδη διαφαινόταν μια τάση σταδιακού κλεισίματος περασμάτων και επιβράδυνσης της μετανάστευσης, με φράχτες, τείχη και στρατό στα σύνορα αρκετών ευρωπαικών κρατών. Γεγονός, που ειδικά μετά την επίθεση στο Παρίσι, αποκτά πιο έντονα χαρακτηριστικά, φτάνοντας στο σημείο ολόκληρες δυτικές μητροπόλεις να τίθενται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με το στρατό να «περιφρουρεί» κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Την «πολιορκία» περιοχών, όπου διαμένουν μουσουλμάνοι μετανάστες 2ης και 3ης γενιάς και τη στοχοποίησή τους ως τις πλέον επικίνδυνες τάξεις. Με το φόβο να κατακλύζει το δημόσιο λόγο, τη δημόσια τάξη και ασφάλεια να επανεμφανίζονται ακόμη πιο δυναμικά και μια απόπειρα άμεσης σύνδεσης του μεταναστευτικού με το Ιsis, ενός δημιουργήματος τροφοδοτούμενου από μια άκριτη, θρησκευτική έκφραση μίσους και τα οικονομικά συμφέροντα του πετρελαίου. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την αδυναμία αποσυμπίεσης της καπιταλιστικής κρίσης, την άνοδο της ακροδεξιάς σε αρκετά ευρωπαικά κράτη και την ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα του πολέμου στη Συρία επηρεάζουν αναμφισβήτητα και την αντιμεταναστευτική πολιτική. Και το πιο πιθανό είναι ότι συντελούν στο «σφράγισμα» των συνόρων, την ένταση της πολεμικής απέναντι στους μετανάστες και την αντίστοιχη οπισθοχώρηση της ανθρωπιστικής ρητορικής. Κάτι που θα έχει αντίκτυπο και στον ελληνικό σχηματισμό, αν συνυπολογίσουμε ότι όλο αυτό το διάστημα βασικό επιχείρημα της συγκυβέρνησης ήταν ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστριες που εισέρχονται από τα νησιά του Αιγαίου είναι απλώς «περαστικές» στη διαδρομή τους για την κεντρική και βόρεια ευρώπη. Κλειστά σύνορα, όμως, ενδεχομένως σημαίνει τον εγκλωβισμό αρκετών μεταναστών στον ελλαδικό χώρο, άρα μεσοπρόθεσμα επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής και από μεριάς του ελληνικού κράτους. Σταδιακή μετατόπιση του καθεστωτικού και μιντιακού λόγου, περισσότερο «πραγματισμό» αντί ανθρωπισμού, δηλαδή βία απέναντι σε όσους και όσες περισσεύουν. Ένταση του ελέγχου στους τόπους συγκέντρωσης των μεταναστριών και στα πεδία διασταύρωσής τους με το ντόπιο και αλληλέγγυο πληθυσμό.
Σε πείσμα, λοιπόν, των καιρών ας αναζητήσουμε τους τρόπους που ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας θα ορθώσουμε αναχώματα, θα προβάλλουμε αντιστάσεις και θα δημιουργήσουμε κοινότητες αγώνα αντίστοιχες των περιστάσεων. Για να αμφισβητήσουμε εμπράκτα την παντοδυναμία του κράτους και του κεφαλαίου, για να πάψει το κέρδος και η εξουσία να καθορίζουν τη ζωή, το διαχωρισμό και τον αποκλεισμό όσων είναι στον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας. Έχοντας ως πυξίδα μια ιδιαίτερα δυναμική κίνηση αλληλεγγύης στους μετανάστες, που αναπτύσσεται αδιαμεσολάβητα από πλήθος αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων, αντιφασιστικών συνελεύσεων και χιλιάδων μεμονωμένων ανθρώπων από τα νησιά μέχρι την ενδοχώρα. Από τη δημιουργία δικτύων για τη συλλογή και διανομή ειδών πρώτης ανάγκης, ρούχων και φαγητού, υποδομών για τη στέγαση μεταναστών, μέχρι τις πολιτικές και κοινωνικές παρεμβάσεις και την αναχαίτιση κάθε ρατσιστικού δηλητηρίου. Γιατί η αλληλεγύη δεν είναι μόδα και εικόνα που προβάλλεται στις οθόνες. Γιατί δεν περιμένουμε το κράτος και τα αφεντικά – ανάλογα με τα συμφέροντά τους- να «προστάξουν» για να προστρέξουμε σε βοήθεια. Γιατί δεν είμαστε εθελοντές να συνεπικουρούμε στο έργο των κρατικών μηχανισμών, των μπάτσων και των «φιλάνθρωπων» αστών του σκάι και της κάθε μαριάννας βαρδινογιάννη. Η αλληλεγγύη είναι σχέση και αδιαπραγμάτευτη συνθήκη μεταξύ των από κάτω, όσων έχουμε να αντιμετωπίσουμε από κοινού τα προβλήματα της καθημερινότητας από την ίδια ταξική σκοπιά. Όσων δε διαχωρίζουμε τους ανθρώπους με βάση το φύλο, το χρώμα , τη γλώσσα, τη διαφορετικότητα, αλλά χτίζουμε γέφυρες επικοινωνίας και επιχειρούμε να αναπτύξουμε κοινούς αγώνες ενάντια στην υποτίμηση των ζωών μας. Γιατί, εν τέλει, αρνούμαστε να συνηθίσουμε το θάνατο, τον πόλεμο, τους φράχτες και τα σύνορα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις πατριωτικές και εθνικιστικές κορώνες. Tην κρατική-καπιταλιστική μηχανή, τον πολιτισμό της εκμετάλλευσης και καταπίεσης, της αποκτήνωσης, της επιβολής και της υποταγής.
αντίστροφη μέτρηση
συνέλευση στα πέριξ της Πατησίων
2 Δεκεμβρίου 2015